Πρόσθετοι φόροι και προσαυξήσεις λόγω φορολογικής παραβάσεως

Ως γνωστόν, σε περίπτωση διαπίστωσης εκ μέρους της φορολογικής αρχής οιασδήποτε παραβάσεως της κείμενης νομοθεσίας π.χ. στη φορολογία εισοδήματος και Φ.Π.Α., καταλογίζονται σε βάρος του φορολογούμενου όχι μόνο η διαφορά του κύριου φόρου, την καταβολή του οποίου ο φορολογούμενος απέφυγε, αλλά και πρόσθετοι φόροι (φορολογία εισοδήματος) και προσαυξήσεις (φορολογία ΦΠΑ) λόγω ανακρίβειας, υπολογιζόμενοι σε ποσοστό επί του προκύπτοντος κύριου φόρου.

Ειδικά για την περίπτωση της υποβολής ανακριβούς (κατά την κρίση του ελέγχου) φορολογικής δηλώσεως (προ της 31.12.2013), οι πρόσθετοι φόροι ανέρχονται σε ποσοστό 2% επί του προκύπτοντος κύριου φόρου (και σε ποσοστό 3% οι προσαυξήσεις για το ΦΠΑ) για κάθε μήνα καθυστέρησης από το χρόνο που ο φορολογούμενος όφειλε να καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο, και κατ΄ανώτατο όριο σε ποσοστό 120%.

Για παράδειγμα, φορολογούμενος που υπέβαλε δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τη χρήση 2003 και ελέγχεται το έτος 2014 από την αρμόδια για αυτόν φορολογική Αρχή, θα υποχρεωθεί, με ατομική διοικητική πράξη της άνω Αρχής, να καταβάλει τον οφειλόμενο κύριο φόρο που θα προκύψει μετά προσθέτων ανερχομένων σε ποσοστό 120%.

Η διάταξη που προβλέπει τις ανωτέρω επιβαρύνσεις (άρ. 1 Ν. 2523/97) είναι κατά την άποψή μου άδικη, μη νόμιμη και αντισυνταγματική, καθόσον αντίκειται ευθέως στις αρχές του δικαίου και στα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του πολίτη.

Τούτο διότι ο πρόσθετος φόρος υπολογίζεται ανά μήνα, και με τον τρόπο αυτό δεν επιμετράται, όπως θα έπρεπε άλλωστε, ως ποινή, βάσει της τιμωρούμενης με αυτή παραβάσεως (αλλά και της βαρύτητάς της), αλλά βάσει του χρόνου καθυστέρησης της φορολογικής Αρχής να ασκήσει το ελεγκτικό της έργο, για την οποία (καθυστέρηση) ουδεμία υπαιτιότητα δύναται να αποδοθεί στον φορολογούμενο.

Η αδικία σε βάρος του φορολογουμένου, εκ της τυχόν αδυναμίας της Πολιτείας για την έγκαιρη εκτέλεση του ελεγκτικού της έργου, είναι προφανώς κατάφωρη, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις παρατηρείται, αθροιστικήβεβαίωση φορολογικών επιβαρύνσεων που ανάγονται σε περισσότερες της μίας συγχρόνως ελεγχόμενες διαχειρίσεις.

Επιπροσθέτως, ο ως άνω υπολογισμός του πρόσθετου φόρου ανακρίβειας, άγει τελικώς στην κατ’ ουσία αποστέρηση, για το Διοικούμενο, του δικαιώματος της Δικαστικής προστασίας, καθόσον δεν παρέχεται η δυνατότητα προσβολής του στα τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια (δικαστήρια ουσίας). Πράγματι, το Διοικητικό Δικαστήριο (της ουσίας) που θα επιληφθεί της προσφυγής του φορολογουμένου θα αποφανθεί επί της νομιμότητας ή μη της επιβολής του κύριου φόρου και όχι επί της συνταγματικότητας ή μη της διατάξεως που επιβάλει τα άνω ποσοστά πρόσθετων φόρων και προσαυξήσεων.

Περαιτέρω, η, ανά μήνα, επιβάρυνση δεν διακόπτεται αλλά επεκτείνεται περαιτέρω χρονικά, μέχρι της αμετάκλητης περαίωσης της τυχόν δικαστικήςδιαδικασίας (σε περίπτωση προσβολής της φορολογικής εγγραφής εκ μέρους του φορολογουμένου με Προσφυγή ενώπιον των τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων), επί οιασδήποτε διαφοράς, η οποία επέρχεται συνήθως, μετά από την παρέλευση πολλών ετών. Όπως γίνεται αντιληπτό, στην περίπτωση αυτή, το ποσοστό προσθέτων φόρων και προσαυξήσεων ανέρχεται τελικώς σε δυσθεώρητα ύψη, πολλαπλάσια του οφειλόμενου κύριου φόρου.

 Δηλαδή, στο παράδειγμά μας, ο φορολογούμενος επιβαρύνεται με τον κύριο φόρο και τις προσαυξήσεις (ή τον πρόσθετο φόρο), ανερχόμενες σε ποσοστό έως 120%, που βεβαιώνονται με την έκδοση της ατομικής διοικητικής πράξεως, αλλά και με τις προσαυξήσεις (σε περίπτωση μη καταβολής των καταλογισθέντων με τη διοικητική πράξη ποσών) για όλο το χρονικό διάστημα από την υποβολή της Προσφυγής του και έως την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως από το Δικαστήριο (και μάλιστα ασχέτως της ευδοκίμησης τυχόν συνυποβαλλόμενης αιτήσεως αναστολής, η χορήγηση της οποίας πλέον αφορά απαγόρευση εκτέλεσης επί συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη και όχι αδρανοποίησης της βεβαίωσης του φόρου).

 Είναι προφανές ότι, και εκ του άνω λόγου, η προσφυγή του φορολογούμενου στη Δικαιοσύνη δεν του παρέχει αποτελεσματική προστασία, καθόσον το καταλογιζόμενο ποσό κύριου φόρου μετά του προσθέτου ή των προσαυξήσεων εξακολουθεί να επιβαρύνεται με υπέρογκες προσαυξήσεις, οι οποίες και θα αναζητηθούν σε περίπτωση τελικής απορρίψεως της Προσφυγής του.

Αναφορικά δε με την δικαιολογητική βάση της ως άνω νομοθετικής πρόβλεψης, δέον όπως τονισθεί ότι η προβλεπόμενη με τις άνω διατάξεις «ποινή» δεν εξυπηρετεί τη Γενική ή την Ειδική πρόληψη. Κατά τους νόμους του Πλάτωνος (στ. 934α): κανείς σώφρων άνθρωπος δεν τιμωρεί επειδή έλαβε χώρα η ανομία αλλά για να μη λάβει αυτή χώρα στο μέλλον.

Και βέβαια ουδείς αμφισβητεί την κυριαρχική βούληση και την εξουσία του νομοθέτη της Πολιτείας ως προς την επιβολή ποινής, βαρύτατης ενδεχομένως, αλλά απαραιτήτως ανάλογης της βαρύτητας της διαπραχθείσας φορολογικής παράβασης. Η επιβολή ποινής, υπολογιζομένης με βάση το χρόνο καθυστέρησης της Διοίκησης να πράξει το ελεγκτικό της έργο και μάλιστα με μελλοντικούς για άγνωστο χρόνο εκτοκισμούς, με τοκογλυφικό μάλιστα επιτόκιο (διατηρηθέν με τις διατάξεις του Ν. 4174/2013), έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με κάθε αρχή του δικαίου αλλά και με τα συνταγματικά κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα του πολίτη.

Αντιστάθμισμα της ως άνω άδικης και δυσβάσταχτης επιβαρύνσεως του φορολογουμένου αποτελούσε η προβλεπόμενη, μέχρι πρόσφατα σχετικά, δυνατότητα αυτού να προβεί στη διοικητική επίλυση της φορολογικής διαφοράς με τη Διοίκηση, επωφελούμενος των νομίμων μειώσεων του πρόσθετου φόρου και των προσαυξήσεων (στα 3/5 του καταλογισθέντος ποσού). Η δυνατότητα αυτή καταργήθηκε με τα πρόσφατα φορολογικά νομοθετήματα, θεωρείται όμως επιτακτική η ανάγκη επαναφοράς της, καθόσον ο φορολογούμενος θα έχει ένα κίνητρο άμεσης περαίωσης της φορολογικής διαφοράς, ενόψει των αναφερομένων ανωτέρω δυσμενών συνεπειών, αλλά και το Δημόσιο θα επιτύχει την άμεση είσπραξη εσόδων.

Παρενθετικά, επί του θέματος τούτου αξίζει να σημειωθεί ότι ο τρόπος κατάργησης της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί συγκεκριμένης φορολογίας δημιούργησε ένα μείζον νομικό ζήτημα, καθόσον δεν καταργήθηκαν ρητώς οι διατάξεις που προβλέπουν αυτή.

Δεδομένης της καταργήσεως της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, ο νομοθέτης όφειλε τουλάχιστον να περιορίσει τόσο τα επιβαλλόμενα ανά μήνα ποσοστά των πρόσθετων φόρων και προσαυξήσεων όσο και το ανώτατο όριο αυτών. Επίσης, όφειλε να ενισχύσει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς για την έγκαιρη και αποτελεσματική διαπίστωση των φορολογικών παραβάσεων, προκειμένου να αποφευχθούν οι προαναφερόμενες άδικες και ανεπιεικείς συνέπειες για τους φορολογουμένους.


Πηγή:www.capital.gr