Αφορολόγητα ποσά στο Ε1



Αρκετές φορές από αυτό το βήμα είχαμε εκφράσει την άποψη, ότι στη ετήσια φορολογική δήλωση ο υπόχρεος φορολογούμενος (και ενδεχομένως, οι συν αυτώ: σύζυγος και προστατευόμενα μέλη), δεν πρέπει να καταγράφει αποκλειστικά τα εισοδήματα που κρίνονται ως φορολογητέα κατά την εκκαθάριση, αλλά και άλλες πληροφορίες που βοηθούν στον σχηματισμό της φορολογικής του εικόνας.
 Μεταξύ αυτών των πληροφοριών, είναι και τα εισοδήματα που απέκτησε ο φορολογούμενος, με καταβολή του φόρου στην πηγή και εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης, ή εισοδήματα απαλλασσόμενα από τον φόρο.

Κατά τα προηγούμενα έτη, προ κρίσης, υπήρχε για παράδειγμα η εσφαλμένη νοοτροπία, ότι τα εισοδήματα αυτά που έχουν φορολογηθεί αυτοτελώς και έχει εξαντληθεί η περαιτέρω φορολογική υποχρέωσή τους, δεν χρειάζεται (ή είναι…προαιρετικό) να αναγράφονται στην φορολογική δήλωση (πίνακας 6, του εντύπου Ε1, παλαιότερα ήταν ο πίνακας 7).
 Η έννοια δε του «προαιρετικού», η οποία είχε υιοθετηθεί και από διακεκριμένους συναδέλφους και συγγραφείς βιβλίων του χώρου, περιοριζόταν στον βαθμό που ο υπόχρεος φορολογούμενος, είχε την ανάγκη αυτών των εισοδημάτων για να καλύψει τα τότε υφιστάμενα τεκμήρια (διαβίωσης ή κτήσης). Αν, λόγου χάρη, ένας φορολογούμενος είχε αποκλειστικά εισοδήματα από μερίσματα ΑΕ, ως κεφαλαιούχος μέτοχος αυτής, τα οποία είχαν φορολογηθεί στο όνομα του νομικού προσώπου, παρόλο που δεν υπήρχε υποχρέωση άλλης φορολόγησης σε επίπεδο φυσικού προσώπου, αναγράφονταν στην δήλωση, προκειμένου να αποδεικνύεται η διαβίωση του υπόχρεου, αλλά και η κάλυψη των τεκμηρίων του.
 Αν όμως, άλλος φορολογούμενος, για παράδειγμα μισθωτός, αποκτούσε και εισόδημα από τόκους καταθέσεων, το οποίο ως γνωστό φορολογείται αυτοτελώς στην πηγή, με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης και ταυτόχρονα, το δηλούμενο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες κάλυπτε τα τυχόν τεκμήριά του, εθεωρείτο ότι δεν υπήρχε λόγος να αναγραφεί στη δήλωση το εισόδημα των τόκων. Από την πλευρά της, η πολιτεία εκτιμούσε ότι δεν υφίσταται θέμα απόκρυψης εισοδημάτων, αφού δεν διέφευγαν φορολογικά έσοδα.
Ομολογουμένως, δεν έχω υπόψη μου έγγραφο ή εγκύκλιο της Διοίκησης, κατά τα έτη εκείνα, που να αναφέρει την μη υποχρεωτικότητα της αναγραφής στη δήλωση, αυτών των εισοδημάτων. Ωστόσο, υπήρχε σαφής ανοχή του Υπουργείου Οικονομικών προς εκείνους τους υπόχρεους, που στις φορολογικές τους δηλώσεις, δεν συμπεριελάμβαναν αυτά τα εισοδήματα, με την δικαιολογία ότι αυτά δεν παίρνουν μέρος στο άθροισμα των υπολοίπων καθαρών εισοδημάτων, για να γίνει η εκκαθάριση του φόρου.
Όλα αυτά, μέχρι που ήδη από το πρώτο έτος της δημοσιονομικής κρίσης (2009) στη χώρα μας, ξεκίνησαν οι έκτακτες εισφορές επί «δικαίων και αδίκων» και επί των συνολικών εισοδημάτων των υπόχρεων. Μάλιστα δε, με αναδρομική επιβολή! Υπήρξε λοιπόν το φαινόμενο, κάποιοι φορολογούμενοι να «κερδίζουν», επιβαρυνόμενοι με σχετικά μειωμένο έκτακτο φόρο, επειδή δεν είχαν συμπεριλάβει τα αυτοτελώς φορολογούμενα ή απαλλασσόμενα από τον φόρο εισοδήματα στις δηλώσεις τους, σε σχέση με άλλους που το έκαναν, είτε γιατί δεν γινόταν διαφορετικά (έπρεπε να καλύψουν τεκμήρια), είτε γιατί εφάρμοζαν τους κανόνες της ορθής συμπλήρωσης της φορολογικής τους δήλωσης.
 Στη συνέχεια, προέκυψε και η Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης (άρθρο 29, Ν. 3986/2011), επί εισοδημάτων των ετών 2010 έως και 2014. Για την επιβολή της εισφοράς αυτής, η οποία εισφορά, ειρήσθω εν παρόδω, δεν περιέχει στον τίτλο της την λέξη «έκτακτη», άρα δεν αποκλείεται, με διάφορα επιχειρήματα της πολιτείας, να μας «μείνει» (εδώ, θα μας «μείνει» με εντέχνως επιχειρούμενη διαδικασία, το ΕΕΤΗΔΕ - που ήταν και έκτακτο!- με την ενσωμάτωσή του στον νέο ΦΑΠ…), λαμβάνεται υπόψη το ετήσιο συνολικό καθαρό ατομικό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, του υπόχρεου.
 Για το θέμα αυτό, [σημειώνεται ότι έχει ήδη καταγραφεί η γνώμη μας, πως πρόκειται για κατάφορη παραβίαση φορολογικών αρχών και συνταγματικών διατάξεων, αφού επιβάλλεται άμεσος φόρος επί άμεσου φόρου, ήτοι: καθαρό εισόδημα φορολογήθηκε και χωρίς να αφαιρείται ο φόρος αυτός, επιβάλλεται άλλος (ΕΕΑ) εκ νέου], θα πρέπει να προβλεφθεί ειδική μέριμνα στον σχεδιασμό του εντύπου της φορολογικής δήλωσης (Ε1), ώστε να καταγραφούν τα εισοδήματα αυτά που θα επιβαρυνθούν με την εισφορά, παρόλο που έχουν φορολογηθεί πρωτογενώς στην πηγή και έχει εξαντληθεί η φορολογική τους υποχρέωση. 
Πρόκειται για μερίσματα ΑΕ, αμοιβές ή μισθούς μελών ΔΣ (με βάση ειδική σχέση μίσθωσης εργασίας ή εντολής), διανεμόμενα κέρδη σε εταίρους ΕΠΕ, φορολογημένα κέρδη εταίρων προσωπικών εταιρειών (για τελευταία φορά, μετά την κατάργηση της επιχειρηματικής αμοιβής από το 2013), τόκοι καταθέσεων κ.λπ. Οι πληροφορίες που διαρρέουν είναι ότι για την τελευταία αυτή κατηγορία εισοδήματος (τόκοι καταθέσεων), οι τράπεζες θα αποστείλουν τις βεβαιώσεις απόκτησής του στους δικαιούχους, στην οποία θα εμφανίζεται και ο φόρος της αυτοτελούς φορολόγησης (10% για το 2012.
 Από το 2013 θα είναι 15%). Επισημαίνεται ότι στην βάση επιβολής της ΕΕΑ συμπεριλαμβάνεται και ο φόρος της αυτοτελούς φορολόγησης, αφού, ως γνωστό, ο φόρος είναι μέρος του εισοδήματος! Έτσι, αν για παράδειγμα οι τόκοι καταθέσεων του δικαιούχου είναι 1.000 ευρώ, μετά την αυτοτελή φορολόγηση 10% (100 ευρώ), θα πιστωθεί από την Τράπεζα στον λογαριασμό του το ποσό των 900 ευρώ. Ωστόσο, η ΕΕΑ θα υπολογισθεί στο ποσό των 1.000 ευρώ. Το ίδιο ισχύει και για τα λοιπά αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα.
Σε επόμενο σημείωμα θα ασχοληθούμε με το θέμα αυτό, δεδομένου ότι στο μεγαλύτερο μέρος τους οι λογαριασμοί των καταθέσεων είναι κοινοί και συνεπώς θα πρέπει να δηλωθεί το εισόδημα των τόκων από περισσότερους δικαιούχους, οπότε προκύπτουν και άλλα ζητήματα στις φορολογικές δηλώσεις.
http://epixeirisi.gr/