Οδηγός για την παρακράτηση φόρου με τον νέο ΚΦΕ

1. Παρακράτηση φόρου από μισθωτή εργασία
Η παρακράτηση φόρου προβλέπεται και ρυθμίζεται από τα άρθρα 59 έως και 64 (Μέρος Τέταρτο του ΚΦΕ). Συγκεκριμένα, με τα δύο πρώτα άρθρα 59 και 60, ορίζεται η παρακράτηση φόρου από το εισόδημα της μισθωτής εργασίας (φορολόγηση στη πηγή), όπου απαριθμούνται τα πρόσωπα που υποχρεούνται να παρακρατούν φόρο σύμφωνα με το σύστημα αυτό, δηλαδή της φορολόγησης στην πηγή: 
Όποιος ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, εφόσον διενεργεί πληρωμές ή δίνει παροχές σε είδος στους εργαζομένους ή στους υπαλλήλους του.
 Όποιο νομικό πρόσωπο καταβάλλει συντάξεις σε φυσικά πρόσωπα, καθώς και τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης που διενεργούν πληρωμές στους ασφαλισμένους τους.

Η παρακράτηση διενεργείται με βάση την κλίμακα της παρ. 1 του άρθρου 15 και του άρθρου 16 (μείωση του φόρου) μετά από προηγούμενη αναγωγή του σε ετήσιο.

Ιδιαίτερη μεταχείριση επιφυλάσσεται για το εισόδημα από μισθωτή εργασία που αποκτούν οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα που υπηρετεί σε πλοία του εμπορικού ναυτικού, το οποίο υπόκειται σε παρακράτηση φόρου σύμφωνα με τους συντελεστές της παρ. 2 του άρθρου 15, δηλαδή 15% και 10%, αντίστοιχα για τους αξιωματικούς και το κατώτερο πλήρωμα.

Όπως και με τις διατάξεις του προηγούμενου ΚΦΕ, ο φόρος που παρακρατείται μειώνεται κατά ποσοστό 1,5% κατά την παρακράτησή του (αναλογών και παρακρατηθείς φόρος).

Τέλος, στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά, διενεργείται παρακράτηση με συντελεστή 20% στο καταβαλλόμενο ποσό ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται για να φορολογηθούν τα εισοδήματα αυτά. Κατά την γνώμη μας, εδώ δεν θα μειωθεί το ποσό αυτό κατά 1,5%, δεδομένου ότι η παράγραφος αυτή (παρ. 5), βρίσκεται μετά την παράγραφο 3 που προβλέπει την μείωση.

Ο χρόνος απόδοσης του παρακρατούμενου φόρου από το εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις, είναι το αργότερο μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα από την ημερομηνία καταβολής του υποκείμενου σε παρακράτηση εισοδήματος (Πολ. 1011/2014).


2. Παρακράτηση φόρου από τις άλλες πηγές εισοδήματος

Με το άρθρο 61 ορίζονται οι υπόχρεοι σε παρακράτηση. Αυτοί είναι κάθε νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα ή φυσικό πρόσωπο που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα και έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα, οι φορείς γενικής κυβέρνησης, ή κάθε φορολογούμενος που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα, αλλά δραστηριοποιείται μέσω μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα, και προβαίνει σε πληρωμές σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 62, καθώς και οι συμβολαιογράφοι για τις συναλλαγές της περ. στ του άρθρου 62 (βλέπε κατωτέρω, την περίπτωση της υπεραξίας από την μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας).

Ο νομοθέτης στο άρθρο 62 (πληρωμές υποκείμενες σε παρακράτηση), χαρακτηρίζει τα αποκτώμενα από τους δικαιούχους εισοδήματα, ως πληρωμές υποκείμενες σε παρακράτηση φόρου. Αυτές είναι, τα μερίσματα, οι τόκοι, τα δικαιώματα και οι αμοιβές. Αυτό το τελευταίο εισόδημα (οι αμοιβές), αναλύεται σε αμοιβές για τεχνικές υπηρεσίες, αμοιβές διοίκησης, αμοιβές για συμβουλευτικές υπηρεσίες και άλλες αμοιβές για παρόμοιες υπηρεσίες. Είναι αδιάφορο εάν οι υπηρεσίες έχουν παρασχεθεί στην Ελλάδα, ωστόσο σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει ο λήπτης της αμοιβής τους να είναι φυσικό πρόσωπο, προκειμένου να διενεργηθεί παρακράτηση.

Περαιτέρω, παρακράτηση φόρου διενεργείται και επί του ασφαλίσματος που καταβάλλεται εφάπαξ, ή με τη μορφή περιοδικά καταβαλλόμενης παροχής, στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων, καθώς και επί της υπεραξίας που αποκτά φυσικό πρόσωπο από μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 41 του νέου ΚΦΕ.

Με συνδυασμό των διατάξεων αυτών, εξ αντιδιαστολής προκύπτει, ότι τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην Ελλάδα και λαμβάνουν τις αμοιβές για τις υπηρεσίες που αναφέρονται πιο πάνω στην περ. δ της παρ. 1 (δηλαδή: τεχνικές υπηρεσίες, αμοιβές διοίκησης, αμοιβές για συμβουλευτικές υπηρεσίες και άλλες αμοιβές για παρόμοιες υπηρεσίες), δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου, με εξαίρεση την περίπτωση που παρέχουν υπηρεσίες σε φορείς γενικής κυβέρνησης, οπότε ισχύουν τα αναφερόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 64.

Συνεπώς, αυτό που παρατηρείται είναι, ότι αφενός μεν, χρειάζεται να γίνειεξειδίκευση, αρμοδίως από το Υπουργείο Οικονομικών, των όρων που αναφέρονται στις υπηρεσίες (τεχνικές, συμβουλευτικές κ.λπ.), αφετέρου δε είναι βέβαιον ότι δεν βρίσκονται μέσα σε αυτές μόνο οι υπηρεσίες των "πρώην" ελεύθερων επαγγελματιών, αλλά και άλλες κατηγορίες υπόχρεων απεικόνισης συναλλαγών (πχ υδραυλικός που παρέχει υπηρεσία και λαμβάνει αμοιβή από ΕΠΕ, ή άλλο νομικό πρόσωπο. Ενώ με τον προηγούμενο ΚΦΕ, δεν υπήρχε υποχρέωση παρακράτησης φόρου, αφού εξέδιδε ΤΠΥ και δεν ήταν ελεύθερος επαγγελματίας, με τις νέες διατάξεις θα παρακρατηθεί φόρος 20%).

Σε ό,τι αφορά τον υπόχρεο παρακράτησης, πρέπει να «βλέπουμε» πάντα ποιος είναι ο λήπτης της αμοιβής. Αν ο λήπτης της αμοιβής είναι φυσικό πρόσωπο, οι πληρωμές αμοιβών της περ. δ, υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου. Αν ο λήπτης της αμοιβής (της περ. δ, πάντα) είναι νομικό πρόσωπο (ή οντότητα), οι πληρωμές δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου (εκτός αν η αμοιβή του προέρχεται από φορέα γενικής κυβέρνησης, οπότε ισχύει για την παροχή υπηρεσιών ο συντελεστής 8%). Παράδειγμα, αν δικηγορική εταιρεία παρέχει νομικές συμβουλές σε ΑΕ (ή ΕΠΕ, ή ΙΚΕ κ.λπ.) για υπόθεσή της, κατά την πληρωμή της αμοιβής, δεν θα παρακρατηθεί φόρος.


3. Νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα

Κάθε νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα και λαμβάνει αμοιβές για τεχνικές υπηρεσίες, αμοιβές διοίκησης, αμοιβές για συμβουλευτικές υπηρεσίες ή και αμοιβές για παρόμοιες υπηρεσίες υπόκειται σε παρακράτηση φόρου. Το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα, στην προκειμένη περίπτωση, επειδή δεν έχει την φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα, εξομοιώνεται με φυσικό πρόσωπο και υπάρχει υποχρέωση παρακράτησης (εφόσον φυσικά παρέχει υπηρεσίες σε υπόχρεο παρακράτησης του άρθρου 61).

4. Φυσικό πρόσωπο που αποκτά υπεραξία από τη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας

Το φυσικό πρόσωπο που αποκτά υπεραξία από τη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με το άρθρο 41 καταβάλλει στο συμβολαιογράφο κατά την υπογραφή του συμβολαίου μεταβίβασης το ποσό του φόρου που αντιστοιχεί στην υπεραξία σύμφωνα με το άρθρο 43. Συνεπώς, ο συμβολαιογράφος διενεργεί την παρακράτηση, ως υπόχρεος για την συγκεκριμένη πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 61.

5. Συντελεστές παρακράτησης φόρου

Οι συντελεστές παρακράτησης φόρου είναι οι εξής:
α) για μερίσματα: 10% (μερίσματα, με την ευρεία έννοια)
β) για τόκους: 15%
γ) για δικαιώματα και λοιπές πληρωμές: 20%
δ) για αμοιβές για τεχνικές υπηρεσίες, αμοιβές διοίκησης, αμοιβές για συμβουλευτικές υπηρεσίες και άλλες αμοιβές για παρόμοιες υπηρεσίες: 20%.

Κατ’ εξαίρεση, για τις αμοιβές που εισπράττονται από εργολήπτες κατασκευής κάθε είδους τεχνικών έργων και ενοικιαστών δημοσίων, δημοτικών και κοινοτικών ή λιμενικών προσόδων ο συντελεστής είναι: 3% επί της αξίας του υπό κατασκευή έργου ή του μισθώματος,

ε) για το ασφάλισμα που καταβάλλεται με τη μορφή περιοδικά καταβαλλόμενης παροχής: 15%. Για το ασφάλισμα που καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι του ποσού των 40.000 ευρώ, 10% και για τα ποσά που υπερβαίνουν τις 40.000 ευρώ, 20%. Οι συντελεστές των προηγούμενων εδαφίων της περίπτωσης αυτής αυξάνονται κατά 50% σε περίπτωση είσπραξης από τον δικαιούχο ποσού πρόωρης εξαγοράς. Δεν θεωρείται πρόωρη εξαγορά κάθε καταβολή που πραγματοποιείται σε εργαζόμενο ο οποίος έχει θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα ή έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας του, καθώς και κάθε καταβολή που γίνεται χωρίς τη βούληση του εργαζομένου, όπως σε περίπτωση απόλυσης του εργαζομένου ή πτώχευσης του εργοδότη,

στ) για την υπεραξία από μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας που αποκτά φυσικό πρόσωπο: 15% (παρακράτηση από συμβολαιογράφο).

6. Φορείς γενικής κυβέρνησης

Οι φορείς γενικής κυβέρνησης (Δημόσιο, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ) κατά την προμήθεια κάθε είδους αγαθών ή υπηρεσιών από νομικά πρόσωπα, υποχρεούνται, κατά την καταβολή ή την έκδοση της σχετικής εντολής πληρωμής της αξίας αυτών, να παρακρατούν φόρο εισοδήματος, ο οποίος υπολογίζεται στο καθαρό ποσό της αξίας των αγαθών ή υπηρεσιών με συντελεστή ως ακολούθως:

-συντελεστής: 1% για τα υγρά καύσιμα και τα προϊόντα καπνοβιομηχανίας,

-συντελεστής: 4% για τα λοιπά αγαθά και

-συντελεστής: 8% για την παροχή υπηρεσιών.

7. Εξάντληση φορολογικής υποχρέωσης

Η παρακράτηση φόρου εξαντλεί τη φορολογική υποχρέωση, σε περίπτωση που αυτός που λαμβάνει την πληρωμή, δηλαδή την αμοιβή η οποία υπόκειται σε παρακράτηση φόρου, είναι φυσικό πρόσωπο. Ομοίως, εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση, αν έχουμε νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που λαμβάνει αμοιβές για υπηρεσίες σύμφωνα με την περ. δ και που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του και δεν διατηρεί μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα.
 Αντίθετα δεν εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση με την παρακράτηση φόρου της περίπτωσης δ σε βάρος φορολογικών κατοίκων Ελλάδος (δικηγόροι, λογιστές, συμβολαιογράφοι κλπ. υπόχρεοι).
 Τέλος, σε περίπτωση που η παρακράτηση φόρου δεν εξαντλεί τη φορολογική υποχρέωση ο παρακρατηθείς φόρος πιστώνεται έναντι του φόρου εισοδήματος που πρέπει να βεβαιωθεί από επιχειρηματική δραστηριότητα, ή του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, κατά περίπτωση. 
Άρα, στην ως άνω περίπτωση έχουμε φορολόγηση των εισοδημάτων των υπόχρεων, με τις γενικές διατάξεις (όχι αυτοτελώς).

8. Τόκοι που απαλλάσσονται από την παρακράτηση φόρου

Οι πληρωμές τόκων δανείων που χορηγούν πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων των τόκων υπερημερίας, καθώς και οι τόκοι διατραπεζικών καταθέσεων απαλλάσσονται από την παρακράτηση φόρου. Πρόκειται για τους τόκους που λαμβάνουν ως έσοδα οι τράπεζες, από την χορήγηση δανείων και πιστώσεων.

9. Απόδοση παρακρατηθέντος φόρου

Ο φόρος που παρακρατείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64, στο εισόδημα από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα αποδίδεται το αργότερο μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα από την ημερομηνία καταβολής της υποκείμενης σε παρακράτηση πληρωμής. Ωστόσο σε αντίθεση με την παραπάνω πρόβλεψη του νόμου, στην Α.Υ.Ο. ΠΟΛ. 1012/2014 προβλέπεται η απόδοση του φόρου έως τρεις ημέρες πριν το τέλος του δεύτερου μήνα από την ημερομηνία καταβολής. Εν όψει των ανωτέρω αναμένεται να διευκρινιστεί ποια από τις δύο περιπτώσεις τελικά θα ισχύσει.

Οι αρχικές εμπρόθεσμες και εκπρόθεσμες δηλώσεις απόδοσης του φόρου που παρακρατείται στο εισόδημα από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα, καθώς και οι τροποποιητικές και συμπληρωματικές δηλώσεις από τις οποίες προκύπτει μεγαλύτερο ποσό φόρου από αυτό της αρχικής δήλωσης, υποβάλλονται με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτύου (Πολ. 1011/2014).

Οι εκπρόθεσμες τροποποιητικές δηλώσεις του φόρου που παρακρατείται στο εισόδημα από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα, από τις οποίες προκύπτει μικρότερο ποσό φόρου από αυτό της αρχικής δήλωσης, υποβάλλονται υποχρεωτικά στη Δ.Ο.Υ. του υπόχρεου σε παρακράτηση, σε δύο (2) αντίτυπα.

Μετά την οριστικοποίηση της υποβολής της δήλωσης βεβαιώνεται ο παρακρατηθείς φόρος στην Δ.Ο.Υ. της περιφέρειας όπου βρίσκεται η επαγγελματική έδρα του υπόχρεου στην παρακράτηση και εκδίδεται «Ταυτότητα οφειλής», με βάση την οποία θα αποδίδεται ο φόρος μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων (παρουσία του υπόχρεου στη τράπεζα, ή με χρήση e-banking), το αργότερο μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα από την ημερομηνία καταβολής της υποκείμενης σε παρακράτηση πληρωμής.

Ως «καταβολή της υποκείμενης σε παρακράτηση πληρωμής» νοείται και η πίστωση των δικαιούχων με τα εισοδήματα των περιπτώσεων α, β και γ της παρ. 1 του άρθρου 62 του Ν 4172/2013 (μερίσματα, τόκοι, δικαιώματα).

10. Πότε θεωρείται ότι καταβάλλονται τα μερίσματα

Πέραν των ανωτέρω, ειδικά για το εισόδημα από μερίσματα, η καταβολή της
υποκείμενης σε παρακράτηση πληρωμής (μερίσματα) σε κάθε περίπτωση, νοείται ότι έχει διενεργηθεί μέσα σε ένα μήνα από την έγκριση του ισολογισμού από τα αρμόδια όργανα.

Αν διανεμηθούν μερίσματα από κέρδη προηγούμενων χρήσεων, η καταβολή θεωρείται ότι έχει διενεργηθεί μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη της απόφασης διανομής από τα αρμόδια όργανα.

Επίσης, επί διανομής προμερισμάτων, η καταβολή θεωρείται ότι έχει διενεργηθεί σε κάθε περίπτωση, μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη της απόφασης διανομής από το αρμόδιο όργανο.
Ειδικά, για τις προσωπικές εταιρείες που τηρούν διπλογραφικά βιβλία η καταβολή της υποκείμενης σε παρακράτηση πληρωμής (διανεμηθέντα κέρδη) θεωρείται ότι έχει διενεργηθεί σε κάθε περίπτωση, μέσα σε ένα μήνα από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής της δήλωσης φόρου εισοδήματος.

11. Χρόνος υποβολής δήλωσης απόδοσης του φόρου

Όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 61 του Ν 4172/2013, υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση για την απόδοση αυτού, το αργότερο τρεις (3) ημέρες πριν το τέλος του δεύτερου μήνα από την ημερομηνία καταβολής της υποκείμενης σε παρακράτηση πληρωμής (Πολ. 1012/2014).

http://epixeirisi.gr/